κακοχρονίζω

κακοχρονίζω
καταριέμαι κάποιον να περάσει κακή χρονιά, να τού τύχουν βάσανα και συμφορές ή και να πεθάνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοχρονίζω — κακοχρόνισα, κακοχρονισμένος, καταριέμαι κάποιον να περάσει κακή χρονιά: Μη με κακοχρονίζεις και σου υπόσχομαι πως θα διορθωθώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοχρόνι(α)σμα — το το να καταριέται κάποιος τον άλλο να περάσει κακή χρονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοχρονίζω ή κακοχρονιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”